Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο

  • 1 μόχθος

    μόχθος (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
    1 toil esp. in athletic effort: cf.

    πόνος. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν O. 8.7

    ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93

    ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (sc. Ἰξίων) P. 2.30 μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἧτορ ἔχοισαP. 9.31

    γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) N. 7.16

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31

    ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46

    οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.57

    μὴ προφαίνειν τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 2.

    μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33

    Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) P. 4.268 and so, object of toil, task,

    ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον I. 6.28

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) I. 8.11

    Lexicon to Pindar > μόχθος

  • 2 ἐπαυρέω

    A

    ἐπαυρεῖ Hes.Op. 419

    ,

    ἐπαυρίσκουσι Thgn.111

    : [tense] aor.

    ἐπαῦρον Pi.P.3.36

    , subj. ἐπαύρω, ῃς, ῃ (v. infr.), inf. ἐπαυρεῖν, -έμεν, Hom. (v. infr.):—[voice] Med.,

    ἐπαυρίσκομαι Il.13.733

    , Demoer. 172, Hp.Nat.Puer.12, Morb.4.39: [tense] fut.

    ἐπαυρήσομαι Il.6.353

    : [ per.] 2sg. [tense] aor. 1 ἐπηύρω ( ἐπηύρου Elmsl.) A.Pr.28, inf.

    ἐπαύρασθαι Hp.Jusj.

    fin., Ep.27, Plb.18.11.7: [tense] aor. 2

    ἐπηυρόμην E.Hel. 469

    , poet. [ per.] 2sg.

    ἐπαύρεο Pi.N.5.49

    , [ per.] 3sg. ἐπηύρετο prob. in Arist.EN 1163a20; [dialect] Ep. [ per.] 2sg. subj.

    ἐπαύρηαι Il. 15.17

    , -ῃ (cf. 11.3), [ per.] 3pl.

    - ωνται 1.410

    ; inf.

    ἐπαυρέσθαι E.IT 529

    , And.2.2 (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπαυρεθέντα· ἐπιβάλλοντα, Hsch.
    I [voice] Act., partake of, share, c.gen. rei,

    τῶν.. βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν Il.18.302

    ; αὐτὸν.. σε βούλομ' ἐπαυρέμεν (gen. omitted) Od.17.81; πλεῖον νυκτὸς ἐπαυρεῖ enjoys a greater share of night, of Sirius, Hes.Op. 419; γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον many have had enjoyment of (i.e. suffered loss from) neighbours, Pi.P.3.36; τὸ μέγιστον ἐπαυρίσκουσι have enjoyment in the highest degree, Thgn.111; obtain, meet with,

    εἴ κε.. κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ A.R.2.174

    .
    2 of physical contact, touch, graze, esp. of slight wounds, c. acc., παρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν (sc. τὰ δοῦρα) Il.11.573;

    μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ 13.649

    : c. gen., λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν take care not to touch, 23.340: abs., καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ if the spear touch ever so little, 11.391, cf. Nic.Th. 763.
    II [voice] Med., reap the fruits, enjoy the benefit of a thing, whether good or bad:
    1 c. gen., in good sense,

    τοῦ πολλοὶ ἐπαυρίσκονται Il.13.733

    ;

    μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο Pi.N.5.49

    ;

    τοῦδ' ἐπαυρέσθαι θέλω E.IT 529

    , cf. A.R. 1.677,4.964;

    μικροῦ δὲ βιότου ζῶντ' ἐπαυρέσθαι χρεών Trag.Adesp. 95.4

    ( = Com.Adesp.1207.4);

    τῆς ζόης ἐ. Herod.3.2

    , cf. 7.26;

    τῆς ἐλευθερίας Plb.18.11.7

    ;

    οὐδὲ φάους.. πολλὸν ἐπαυράμενον IG12(7).302.5

    ([place name] Amorgos), cf. Epigr.Gr. 839 ([place name] Lebena): rare in Prose,

    εἰ.. χρὴ ἀγαθὸν ἐμοῦ ἐπαυρέσθαι And.2.2

    ;

    ἀποδοτέον.. ὅσον ἐπηύρετο Arist.EN 1163a20

    ; τάχα δ' ἄν τι καὶ τοῦ οὐνόματος ἐπαύροιτο may have got his fate from his name, Hdt.7.180;

    τίν' αἰτίαν σχὼν ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ; E. Hel. 469

    .
    b more freq. in bad, though not ironical, sense, ἵνα πάντες ἐπαύρωνται βασιλῆος that all may enjoy their king, i.e. feel what it is to have such a king, Il.1.410;

    οὐ μὰν οἶδ' εἰ αὖτε κακορραφίης.. ἐπαύρηαι 15.17

    : c. acc. et gen., τοιαῦτ' ἐπηύρω τοῦ φιλανθρώπου τρόπου such profit didst thou gain from.., A.Pr.28: abs., τῶ καί μιν ἐπαυρήσεσθαι ὀΐω I doubt not he will feel the consequences, Il.6.353; ἀπό τινος κακὰ ἐ. Demoer. 172.
    2

    ἐ. ἀπό τινος

    get nourishment from..,

    Hp.Morb.4.39

    .
    3 c. acc. rei, bring upon oneself,

    μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ Od.18.107

    (v.l. ἐπαύρῃς, but perh. better taken as [ per.] 3sg. [tense] aor. [voice] Act., lest a greater evil reach thee).—Mainly poet. and [dialect] Ion.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαυρέω

  • 3 ἀμοιβά

    1 return, reward τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι. i. e. returns of favour P. 2.24

    γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    Lexicon to Pindar > ἀμοιβά

  • 4 γλυκύς

    γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; - έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)
    a of persons.

    γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57

    cf. O. 6.91
    b of things.

    ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37

    καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223

    γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24

    ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10

    γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47

    γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109

    ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1

    ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91

    γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8

    λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77

    πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11

    γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94

    γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56

    ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44

    γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50

    οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7

    παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101

    μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)

    Πα... ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11

    γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75
    c of thoughts, feelings.

    χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19

    νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115

    σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6

    γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36

    πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10

    γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48
    d fragg. ]

    μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3

    ]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4.

    Lexicon to Pindar > γλυκύς

  • 5 ἐπαυρέω

    a share, have a share καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν i. e. shared in her fate P. 3.36
    b med., enjoy, win c. acc. & gen.

    γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.49

    Lexicon to Pindar > ἐπαυρέω

  • 6 Μένανδρος

    Μένανδρος an Athenian trainer of wrestlers.
    1

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    Lexicon to Pindar > Μένανδρος

  • 7 οἶδα

    οἶδα (οιλτ;γτ;δα), οἶσθα, οἶδεν); εἰδείην; ἴσθι, ἴστω, ἴστε); εἰδώς, -ότι, -ότες, ἰδυῖα coni.: also ᾰσᾶμι, ᾰςᾰμεν; ᾰσάντι:
    1

    ϝει- O. 2.86

    ,

    ϝι- P. 3.29

    ,

    ϝοι- N. 4.43

    ) know
    a abs./c. acc.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.60

    ἴσθι νῦν, Ἀρχεστράτου παῖ, κελαδήσω O. 11.11

    πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.117 εἰδότι τοι ἐρέωP. 4.142

    καί τινα οἶμον ἴσαμᾰ βραχύν P. 4.248

    κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14

    ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν

    παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.15

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35

    ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (i. e. ὅτι ἴστε) Πα... ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2.. ]τ' ἴσθ ἐνειπ[ Δ. 4. b. 2. ]Ζεὺς οἶδ' Παρθ. 2. 33. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1—2. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα (Boeckh: εἰδυῖα codd.) fr. 182.
    b c. part.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

    ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    c c. inf., know how to

    ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.46

    ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν ( ἀοιδᾷ coni. Bergk) *fr. 107b. 1.*
    d c. ὅτι & ind.

    εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43

    e c. indir. quest.

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    Lexicon to Pindar > οἶδα

  • 8 σύν

    1 prep. c. dat. (with second only of two nouns, P. 4.10, P. 8.99, N. 10.38, N. 10.53, N. 10.84, Πα. 6. 4: following noun c. adj., O. 2.18, P. 4.187, P. 8.7, P. 8.54; c. dependent gen., O. 13.58)
    a along with, accompanied by
    I of people, things

    ἀντιθέοισιν νίσεται σὺν παισὶ Λήδας O. 3.35

    κεῖνος σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81

    σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν O. 7.13

    ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ O. 7.19

    ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4

    ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71

    ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19

    Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41

    τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.58

    κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ P. 3.78

    κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2

    ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳP. 4.39

    σὺν κείνοισι P. 4.134

    ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187

    σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖP. 8.54

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.

    Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3

    Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.20

    διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.78

    ( Ἡρακλέης)

    σὺν ᾧ ποτε Τροίαν πόρθησε N. 4.25

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ N. 11.34

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.8

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον I. 5.21

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28

    πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31

    πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (add. Housman metr. gr.: <ἓξ> Wil.: om. Π.)

    Πα.. 3. χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.4

    κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.55

    ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ ἦλθεν fr. 172. 4.
    II =

    ἔχων. ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51

    σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74

    I esp. of gods

    σὺν θεοῖς O. 8.14

    σὺν Κυπρογενεῖ O. 10.105

    σὺν δὲ κείνῳ O. 13.87

    σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ τράποι P. 1.69

    πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9

    σὺν ΔαναοῖςP. 4.48

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ P. 4.250

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.6

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χαρίτεσσί τε καὶ

    σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    σὺν θεοῖς I. 1.6

    σὺν θεῷ I. 4.5

    II of things, by means of, through

    σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18

    Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος O. 2.42

    σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56

    σὺν τιμᾷ θεῶνP. 4.51

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203

    σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα P. 4.221

    ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.260

    σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα P. 4.267

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21

    ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)

    βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    σὺν Χαρίτων τύχᾳ N. 4.7

    Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14

    νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49

    Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1

    εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.12

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ ἐκτίσσατο I. 9.1

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι

    χθόνα πολύδωρον Pae. 2.59

    νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.
    c
    I of accompanying circumstances, along with

    ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.33

    θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει O. 2.36

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24

    καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38

    πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61

    οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

    νιν σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.8

    ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.66

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (δικαίως Σ.) P. 9.96

    ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4

    θρῆνον λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64

    ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περᾶσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47

    μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.
    II with, at the time of

    καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον P. 4.10

    τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7

    ὄφρα

    Θέμιν ἱερὰν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10

    τὸν κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.
    III with, under the influence of

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9.
    d in of musical terms

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45

    e fragg.

    σὺν ἀπιομ[ήδ]ει φιλ[ Pae. 7.7

    παρθένῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. σὺν παντ[ Πα. 13. a. 7. ]σὺν κτύπῳ[ Πα. 13. a. 15. πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 19. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.
    2 adv.
    a at the same time εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν (tmesin vidit Boeckh) I. 6.12
    b in tmesis σὺν πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67

    Lexicon to Pindar > σύν

  • 9 τοι

    τοι particle, normally in second position, often hard to differentiate from the pronoun: it implies that the point of a statement should be familiar to the listener.
    1 in princ. cl.,
    a emphasising a positive statement, esp. the point of a myth or narrative.

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24

    ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι P. 5.6

    σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν P. 6.19

    ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11

    βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν I. 7.44

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    b in emphatic positive statement, following impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος· Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι. μέγα τοι κλέος

    αἰεί, ᾧτινι O. 8.10

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    (cf. N. 7.77)

    Ζεῦ πάτερ, ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν. ἐντί τοι φίλιπποί τ αὐτόθι N. 9.32

    καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ· ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει N. 10.22

    (cf. N. 10.82)

    εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς· ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6

    c in emphatic neg. statement, esp. following impv.

    πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν· οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    στάσομαι· οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδε ὕμνους· ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών· οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56

    οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    d in proverb, maxim.

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

    Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.72

    καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἄνδρων φίλων P. 5.122

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    e affirmative, answering quest.

    ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ; ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.90

    τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι· τρέω τοι πόλεμον Pae. 4.40

    f in wish,

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69

    g in apodosis,

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65

    2 in subord. rel. cl. κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον ( ἅν τοι Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57 ( Πιτάναν)

    ἅ τοι λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1.
    3 combined with other particles,
    a

    δέ τοι, ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.79

    esp. in maxims,

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.59

    ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12

    δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    dub., † ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός ( δὲ τειχέων coni. Boeckh) fr. 185. [ μάλα δέ τοι (codd.: οἱ Boeckh) O. 10.87]
    b

    ἀλλά τοι, ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37

    , cf. N. 10.82
    d γάρ τοι, P. 3.85, N. 8.17, cf.

    ἐπεί τοι I. 2.46

    e ἦ τοι, ἤ τοι, v. ἤτοι.

    Lexicon to Pindar > τοι

  • 10 τύχα

    τύχα (-α, -ας, -ᾳ, -αν, -αις.)
    1 luck, (good) fortune

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115

    ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16

    καί νυν ἐν Πυθῶνί νιν ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ P. 9.72

    γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    τύχᾳ δὲ μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.25

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.31

    ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. esp. dat. c. gen., of fortune sent by a divinity, by grace of,

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακών O. 8.67

    τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56

    τύχᾳ θεῶν ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖP. 8.53

    ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    pl.,

    θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις P. 8.72

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61

    , pro pers.,

    παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.2

    , cf. fr. 38. φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39. ἀπειθὴς (sc. Τύχα) — δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον fr. 40. test., Paus., 7. 26. 8, ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41.

    Lexicon to Pindar > τύχα

См. также в других словарях:

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»